Στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης έκατσε 24 χρόνια μετά ένας άντρας, αλβανικής καταγωγής, που κατηγορείται για τη δολοφονία ενός νεαρού ομοεθνή του.
Το φονικό έγινε το απόγευμα της 31ης Ιανουαρίου του 1999, σε στάβλο στην περιοχή της Σίνδου και ο 24χρονος – τότε – δράστης διέφυγε αμέσως μετά για την Αλβανία. Περισσότερα από δέκα χρόνια αργότερα συνελήφθη από τις αλβανικές αρχές και καταδικάστηκε στη χώρα του σε ποινή κάθειρξης 15 ετών (με εκτικτέα τα δέκα έτη) για ανθρωποκτονία εν βρασμώ ψυχικής ορμής.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 2021 βγήκε από τις φυλακές της Αλβανίας, ωστόσο συνελήφθη στις 23 Απριλίου του 2023, στα σύνορα Αλβανίας – Μαυροβουνίου καθώς εις βάρος του εκκρεμούσε διεθνές ένταλμα σύλληψης για την ανθρωποκτονία του 19χρονου συμπατριώτη του που τελέστηκε στην Ελλάδα και αποφασίστηκε η έκδοσή του στη χώρα μας.
Η υπόθεση εισήχθη στο ΜΟΔ Θεσσαλονίκης καθώς η προγενέστερη απόφαση του αλβανικού δικαστηρίου δεν συνιστά δεδικασμένο επειδή η Αλβανία δεν αποτελεί χώρα της ΕΕ. Σήμερα,τρεις μήνες πριν το έγκλημα παραγραφεί, κρίθηκε ομόφωνα ένοχος για ανθρωποκτονία με πρόθεση σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και του επιβλήθηκε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης 15 ετών, χωρίς την αναγνώριση ελαφρυντικών. Με την απόφαση αυτή, και έχοντας εκτίσει το μεγαλύτερο μέρος της ποινής στις Αλβανικές φυλακές, ο 49χρονος αναμένεται να βρεθεί προσεχώς εκτός φυλακής.
Το έγκλημα
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο κατηγορούμενος που σήμερα είναι 48 ετών και πατέρας πέντε παιδιών, βρίσκονταν με το 19χρονο θύμα και άλλους συμπατριώτες του σε στάβλο στην περιοχή της Σίνδου όπου μαζεύονταν καθημερινά, καθώς ασχολούνταν με αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες. Κάποια στιγμή ο νεαρός βγήκε από τον στάβλο για να πάει στο περίπτερο να αγοράσει τσιγάρα και τότε ο κατηγορούμενος τον ακολούθησε με τη μοτοσυκλέτα του και τον μαχαίρωσε στην κοιλιακή χώρα.
Το περιστατικό έγινε μόλις 150 μέτρα από τον στάβλο και όταν οι υπόλοιποι άκουσαν τις φωνές έτρεξαν για να δουν τι συμβαίνει. Κρατώντας το μαχαίρι στα χέρια ο κατηγορούμενος ανέβηκε στη μοτοσυκλέτα χαμηλού κυβισμού και αποχώρησε από το σημείο, ενώ το θύμα αιμόφυρτο επέστρεψε περπατώντας στον στάβλο, όπου λίγα λεπτά αργότερα κατέρρευσε και άφησε την τελευταία του πνοή.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο δράστης φέρεται να είχε εξυβρίσει η την οικογένεια του θύματος το προηγούμενο βράδυ και εκείνο το απόγευμα να υπήρξε διαπληκτισμός στη μέση του δρόμου, πριν ο 19χρονος δεχθεί τις μαχαιριές κατά τη διάρκεια του καβγά.
Οι μάρτυρες που κλήθηκαν από το δικαστήριο να περιγράψουν όσα έγιναν εκείνο το κρύο απόγευμα, με δυσκολία μπόρεσαν να θυμηθούν μερικά πράγματα, ενώ σχεδόν όλοι ζήτησαν να διαβαστούν οι αρχικές τους καταθέσεις στην ΕΛ.ΑΣ., προκειμένου το δικαστήριο να λάβει υπόψιν του όσα είπαν τότε και όχι όσα θυμούνται 24 χρόνια μετά το φονικό.
Η απολογία
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος που είναι πατέρας πέντε παιδιών, ζήτησε συγγνώμη από την οικογένεια του θύματος και τόνισε ότι είχε έρθει στην Ελλάδα για να εργαστεί, να βοηθήσει την οικογένειά του και να έχουν μια καλύτερη ζωή.
Ο ίδιος παρουσίασε μια εντελώς διαφορετική εκδοχή των όσων έγιναν εκείνο το απόγευμα και υποστήριξε ότι δέχθηκε επίθεση από το θύμα και άλλα δύο άτομα που φορούσαν κουκούλες, οι οποίοι τον έριξαν από την μοτοσικλέτα και έχασε τις αισθήσεις του.
«Με το θύμα κάναμε παρέα, τον είχα σαν αδελφό. Την προηγούμενη ημέρα ήμασταν σε έναν αρραβώνα και του είπαν ότι τον έβρισα, αλλά δε μαλώσαμε», ανέφερε.
«Εκείνο το απόγευμα όταν μπήκα στην στάνη που ήμασταν όλοι μαζεμένοι του είπα “καλησπέρα” και δεν μου μίλησε καθόλου. Τον ρώτησα “τι έχεις και δεν μου μιλάς” και δεν μου είπε τίποτα. Έφυγε να πάρει τσιγάρα. Ήπια καφέ, σηκώθηκα και ανέβηκα στη μηχανή για να φύγω. Δεν έκανα ούτε 50 μέτρα και με χτύπησαν. Εκείνη την ώρα έπεσα κάτω γιατί δεν κατάλαβα από πού ήρθε το χτύπημα, ήταν νύχτα και δεν είδα ποιοι ήταν. Έπεσα κάτω, δέκα λεπτά ήμουν χωρίς αισθήσεις στην άσφαλτο», είπε.
«Μόλις συνήλθα και σηκώθηκα να πάρω τη μηχανή είδα το θύμα και τότε κατάλαβα ότι ήταν αυτός. Είχα το μαχαίρι της δουλειάς και μετά δεν θυμάμαι τι έγινε και πώς έγινε. Δεν κατάλαβα σε ποιον επιτέθηκα. Όταν πήγα να φύγω για να πάω στην αστυνομία ένας Αλβανός μου είπε ότι αυτός που χτύπησα έχει πεθάνει. Τρομοκρατήθηκα και έφυγα από τη χώρα», υποστήριξε στο δικαστήριο.
ΠΗΓΗ: protothema.gr